Από τον Devon Price
Είμαι καθηγητής ψυχολογίας από το 2012. Τα προηγούμενα έξι χρόνια, έχω παρατηρήσει φοιτητές όλων των ηλικιών να κωλυσιεργούν στην παράδοση γραπτών, να λείπουν από ημέρες παρουσιάσεων, να αγνοούν εργασίες, και να χάνουν τις προθεσμίες. Έχω δει πολλά υποσχόμενους μελλοντικούς μεταπτυχιακούς φοιτητές να αποτυγχάνουν να στείλουν τις αιτήσεις τους εμπρόθεσμα. Έχω δει διδακτορικούς φοιτητές να χρειάζονται μήνες ή χρόνια να διορθώσουν μία πρόχειρη εκδοχή της διατριβής τους. Κάποτε είχα ένα φοιτητή που δήλωσε το ίδιο μάθημα που δίδασκα δυο εξάμηνα στην σειρά, και δεν υπέβαλε σε καμία από τις δύο φορές γραπτό.
Δεν πιστεύω ότι έφταιγε ποτέ η τεμπελιά.
Ποτέ.
Στην πραγματικότητα, δεν πιστεύω πως υπάρχει τεμπελιά.
Είμαι ένας κοινωνικός ψυχολόγος, άρα με ενδιαφέρουν σε μεγάλο βαθμό οι ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες που καθοδηγούν την συμπεριφορά των ανθρώπων. Όταν προσπαθείς να προβλέψεις ή να εξηγήσεις τις ενέργειες ενός ανθρώπου, το να παρατηρήσεις τις κοινωνικές νόρμες και το πλαίσιο του ατόμου, είναι πολύ βοηθητικό. Οι εξωγενείς περιορισμοί συνήθως προβλέπουν την συμπεριφορά πολύ καλύτερα από ότι η προσωπικότητα, η ευφυΐα ή άλλα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου.
Οπότε, όταν βλέπω έναν φοιτητή να δυσκολεύεται να ολοκληρώσει εργασίες, να χάνει προθεσμίες ή να μην είναι αποδοτικός σε άλλες πτυχές της ζωής του, μέσα μου θέλω να ρωτήσω: Ποιοι είναι οι εξωγενείς παράγοντες που κρατούν τον φοιτητή πίσω; Ποιες ανάγκες του δεν έχουν καλυφθεί; Και όταν το θέμα είναι η συμπεριφορική “τεμπελιά” πραγματικά μέσα μου θέλω να ρωτήσω: Ποια είναι τα εμπόδια που δεν μπορώ να δω;
Πάντα υπάρχουν εμπόδια. Αναγνωρίζοντας αυτά τα εμπόδια — και αξιολογώντας τα ως βάσιμα — είναι συχνά το πρώτο βήμα, έτσι ώστε να σπάσουν τα μοτίβα “τεμπέλικης” συμπεριφοράς.
Είναι πολύ πιο βοηθητικό να ανταποκριθείς σε μια αναποτελεσματική συμπεριφορά ενός ανθρώπου με περιέργεια αντί με επίκριση. Το έμαθα αυτό από έναν φίλο μου, το συγγραφέα και ακτιβιστή Kimberly Longhofer (που χρησιμοποιεί επίσης το όνομα Mik Everett). Ο Kim είναι παθιασμένος με την αποδοχή και την στέγαση αναπήρων και αστέγων. Το συγγραφικό του έργο και για τα δύο θέματα είναι από τα πιο διαφωτιστικά και καταρριπτικά στερεοτύπων που έχω ποτέ συναντήσει. Εν μέρει διότι ο Kim είναι ευφυέστατος, αλλά ταυτίζεται επίσης, καθώς ο ίδιος κάποια στιγμή ήρθε αντιμέτωπος με την αναπηρία και ήταν άστεγος.
Ο Kim είναι ο άνθρωπος που μου έμαθε, πως το να κατακρίνεις έναν άστεγο, επειδή θέλει να αγοράσει αλκοόλ ή τσιγάρα είναι τεράστια ανοησία. Όταν είσαι άστεγος, οι νύχτες είναι κρύες, ο κόσμος είναι ψυχρός, και τα πάντα είναι οδυνηρά άβολα. Ανεξάρτητα από το εάν κοιμάσαι κάτω από μία γέφυρα, κάτω από μία τέντα, ή σε ένα καταφύγιο, είναι δύσκολο να χαλαρώσεις. Πιθανόν να έχεις τραυματισμούς ή χρόνιες παθήσεις που σε ενοχλούν συνεχώς, και ελάχιστη πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για να τα αντιμετωπίσεις. Πιθανόν να μην έχεις αρκετά υγιεινό φαγητό.
Σε αυτή τη χρονικά άβολη, υπερδιεγερτική πραγματικότητα, το να θέλεις ένα ποτό ή λίγα τσιγάρα έχει πάρα πολύ νόημα. Όπως μου εξήγησε ο Kim, αν ξαπλώνεις έξω στην παγωνιά, το να πιείς λίγο αλκοόλ είναι ίσως ο μόνος τρόπος να ζεσταθείς και να κοιμηθείς. Αν υποσιτίζεσαι, το κάπνισμα μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος να ξεχάσεις τον πόνο της πείνας. Και αν αντιμετωπίζεις όλα τα παραπάνω, όσο ακόμη παλεύεις ενάντια σε έναν εθισμό, τότε ναι, μερικές φορές θα πρέπει να πάρεις οτιδήποτε καταφέρνει να εξαφανίσει τα συμπτώματα της στέρησης, έτσι ώστε να επιζήσεις.
Λίγοι άνθρωποι που δεν έχουν υπάρξει άστεγοι σκέφτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οι περισσότεροι θέλουν να ηθικοποιούν τις αποφάσεις των φτωχών, πιθανώς για να παρηγορήσουν τους εαυτούς τους ως προς όλες τις αδικίες του κόσμου. Για πολλούς, είναι ευκολότερο να πιστεύουν πως οι άστεγοι άνθρωποι είναι, εν μέρει, υπεύθυνοι για τον πόνο τους από το να αναγνωρίσουν τους εξωγενείς παράγοντες.
Και όταν δεν καταλαβαίνεις πλήρως την πραγματικότητα ενός ανθρώπου — πως είναι να ζεις την ζωή του κάθε μέρα, όλες τις μικρές ενοχλήσεις και τα μεγάλα τραύματα που καθορίζουν την ζωή του — είναι εύκολο να δημιουργείς ασαφείς και αυστηρές προσδοκίες για την συμπεριφορά του.
Όλοι οι άστεγοι άνθρωποι θα πρέπει να αφήσουν το αλκοόλ και να πάνε να δουλέψουν. Αδιάφορο το ότι οι περισσότεροι από αυτούς έχουν συμπτώματα ψυχικών διαταραχών και σωματικές ασθένειες και παλεύουν συνεχώς να αναγνωριστούν ως άνθρωποι. Αδιάφορο το ότι δεν έχουν πρόσβαση σε έναν καλό ύπνο ή σε ένα θρεπτικό γεύμα για εβδομάδες ή μήνες. Αδιάφορο ότι ακόμη και στην δική μου άνετη, εύκολη ζωή, υπάρχουν μέρες που θα θελήσω ένα ποτό ή θα κάνω μία άσκοπη αγορά. Οι άστεγοι θα πρέπει να προσπαθήσουν περισσότερο.
Αλλά εκείνοι κάνουν ήδη το καλύτερο που μπορούν. Γνωρίζω άστεγους ανθρώπους που δούλεψαν σε δουλειές πλήρους απασχόλησης και αφοσιώθηκαν στην φροντίδα άλλων ανθρώπων στις κοινωνίες τους. Πάρα πολλοί άστεγοι άνθρωποι πνίγονται στην γραφειοκρατία, συνομιλώντας με κοινωνικούς λειτουργούς, αστυνομικούς, προσωπικό στα καταφύγια, ιατροφαρμακευτικό προσωπικό και σωρεία φιλανθρωπικών ιδρυμάτων εκ των οποίων κάποια είναι καλοπροαίρετα, ενώ κάποια επικριτικά. Απαιτεί τεράστιο κόπο το να είσαι άστεγος. Και όταν ένας άστεγος ή ένας φτωχός ξεσπάει και παίρνει μία “κακή απόφαση”, υπάρχει πάντα ένας λόγος για αυτό.
Εάν τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου δεν την καταλαβαίνεις, είναι επειδή εσύ χάνεις ένα μέρος της πραγματικότητάς του. Είναι τόσο απλό. Είμαι πάρα πολύ ευγνώμων στο Kim και στις συγγραφικές του ικανότητες που μου έθεσαν αυτά τα θέματα υπόψιν. Κανένα μάθημα ψυχολογίας, σε οποιοδήποτε επίπεδο, δεν μου το έμαθε αυτό. Αλλά τώρα που μπορώ να τα δω όλα κάτω από αυτό το πρίσμα, το εφαρμόζω σε όλα τα είδη συμπεριφοράς που ενέχουν σημάδια ηθικής αποτυχίας — και ακόμη δεν έχω βρει κάποιον άνθρωπο που να μην μπορώ να εξηγήσω την συμπεριφορά του και να τον συμπονέσω.
Ας δούμε ένα σημάδι ακαδημαϊκής “τεμπελιάς” που πιστεύω ότι είναι οτιδήποτε εκτός από: κωλυσιεργία και αναβλητικότητα.
Οι άνθρωποι λατρεύουν να κατηγορούν τα άτομα που κωλυσιεργούν, για την συμπεριφορά τους. Το να αφήνεις μια δουλειά φαίνεται τεμπέλικο, σε ένα μη-εκπαιδευμένο μάτι. Ακόμη και οι άνθρωποι που συνειδητά κωλυσιεργούν, μπορεί να παρερμηνεύσουν την ίδια τους τη συμπεριφορά ως τεμπελιά. Υποτίθεται πως θα έκανες κάτι, και δεν το κάνεις — αυτό δεν είναι μια ηθική αποτυχία; Αυτό σημαίνει ότι είσαι άβουλος, τεμπέλης και χωρίς κίνητρο, έτσι δεν είναι;
Εδώ και δεκαετίες, η ψυχολογική έρευνα έχει καταφέρει να εξηγήσει την αναβλητικότητα ως ένα λειτουργικό πρόβλημα, όχι ως επακόλουθο της τεμπελιάς. Όταν ένας άνθρωπος αδυνατεί να ξεκινήσει ένα έργο για το οποίο νοιάζεται, αυτό οφείλεται κυρίως είτε σε άγχος σχετικά με το ότι η προσπάθεια του δεν θα είναι “αρκετά καλή” είτε σε σύγχυση ως προς το ποια θα είναι τα πρώτα βήματα της εργασίας. Όχι σε τεμπελιά. Στην πραγματικότητα, η αναβλητικότητα είναι πιο συνήθης όταν η εργασία έχει νόημα και το άτομο που την εκτελεί νοιάζεται για να την κάνει σωστά.
Όταν ο φόβος της αποτυχίας σε έχει παραλύσει ή δεν ξέρεις πως να ξεκινήσεις ένα εκτενές, περίπλοκο εγχείρημα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταφέρεις να παράξεις έργο. Δεν έχει να κάνει με την θέληση, με κάποιο κίνητρο, ή την ηθική εντιμότητα. Οι αναβλητικοί άνθρωποι μπορεί να «αναγκάσουν» τον εαυτό τους να δουλεύει για ώρες: μπορούν να καθίσουν μπροστά από ένα κενό αρχείο του Word, χωρίς να κάνουν κάτι άλλο, και να βασανίζουν τον εαυτό τους. Μπορούν επίσης να στοιβάξουν τις ενοχές της αναβλητικότητας ξανά και ξανά — καμία από αυτές τις ενοχές δεν κάνει το ξεκίνημα της εργασίας πιο εύκολο. Στην πραγματικότητα, η θέλησή τους να ολοκληρώσουν αυτή την εργασία μπορεί να χειροτερέψει το στρες τους και να κάνει το ξεκίνημα της εργασίας δυσκολότερο.
Η λύση, τουναντίον, είναι να κοιτάξεις τι κρατάει τον αναβλητικό άνθρωπο πίσω. Αν το άγχος είναι το κύριο εμπόδιο, ο αναβλητικός άνθρωπος χρειάζεται να αφήσει τον υπολογιστή, το βιβλίο ή το αρχείο του Word και να εμπλακεί σε μια δραστηριότητα, που θα τον ξεκουράσει. Το να ονομάζεται “τεμπέλης” από άλλους ανθρώπους είναι πιθανόν να επιδεινώσει τη συμπεριφορά αυτή.
Συχνά, όμως, το εμπόδιο είναι τα προβλήματα με τις εκτελεστικές λειτουργίες που έχουν οι αναβλητικοί άνθρωποι — πασχίζουν να διαιρέσουν μία μεγάλη δουλειά σε κομμάτια από διακριτές, συγκεκριμένες και ταξινομημένες εργασίες. Ένα παράδειγμα της εκτελεστικής λειτουργίας στην πράξη είναι αυτό: Τελείωσα την διατριβή μου (από το προσχέδιο, στη συλλογή δεδομένων και από εκεί στο τελικό στάδιο) σε λίγο παραπάνω από έναν χρόνο. Μπόρεσα να γράψω την διατριβή μου πολύ εύκολα και γρήγορα γιατί ήξερα ότι έπρεπε: να πραγματοποιήσω έρευνα επί του θέματος, να αναφέρω τα βασικά σημεία του άρθρου, να κανονίσω τακτικές περιόδους συγγραφής και να αφαιρέσω περιττές πληροφορίες, τμήμα-τμήμα, μέρα με την μέρα, σύμφωνα με ένα πρόγραμμα που είχα ορίσει.
Κανείς δεν χρειάστηκε να με διδάξει να «σπάω» τις εργασίες μου σε μικρότερα κομμάτια κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και κανείς δεν χρειάστηκε να με αναγκάσει να ακολουθήσω πιστά το πρόγραμμά μου. Το να διεκπεραιώνω έτσι τις εργασίες μου συνάδει με το πώς το αναλυτικό, αυτιστικό, υπερ-συγκεντρωμένο μυαλό μου λειτουργεί. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν αυτή την ευκολία. Χρειάζονται μία εξωτερική δύναμη να τους κρατήσει στην συγγραφή — όπως τακτικές ομαδικές συναντήσεις συγγραφής με φίλους — και προθεσμίες ορισμένες από κάποιον άλλο. Όταν έρχονται αντιμέτωποι με ένα μεγάλο, εκτενές έργο, οι περισσότεροι άνθρωποι θα ζητήσουν συμβουλές για το πώς να το διαιρέσουν σε μικρότερες εργασίες και ένα χρονοδιάγραμμα μέχρι την ολοκλήρωσή του. Για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν την πρόοδό τους, οι περισσότεροι άνθρωποι θα χρειαστούν εργαλεία οργάνωσης, όπως μία λίστα to-do, ένα ημερολόγιο, μία ατζέντα, ή ένα σημειωματάριο.
Το να χρειάζεται κάποιος ή να επωφελείται από αυτά τα εργαλεία δεν τον κάνει τεμπέλη. Απλά σημαίνει πως έχει ανάγκες. Όσο περισσότερο τις ασπαζόμαστε, τόσο περισσότερο μπορούμε να βοηθήσουμε ανθρώπους να αριστεύσουν.
Είχα μία φοιτήτρια που έχανε τις διαλέξεις. Μερικές φορές την έβλεπα να κάθεται επίμονα κοντά στο κτίριο, αμέσως πριν ξεκινήσει το μάθημα. Φαινόταν κουρασμένη. Το μάθημα θα ξεκινούσε και εκείνη δεν θα εμφανιζόταν. Όταν ήταν παρούσα στο μάθημα, ήταν κάπως αποτραβηγμένη: καθόταν στο πίσω μέρος του δωματίου, με τα μάτια κατεβασμένα, και την ενέργειά της σε χαμηλά επίπεδα. Συμμετείχε στην τάξη σε μικρές ομαδικές δραστηριότητες, αλλά ποτέ δεν συμμετείχε σε μεγαλύτερες συζητήσεις στην τάξη.
Πάρα πολλοί από τους συναδέλφους μου θα κοιτούσαν αυτή την φοιτήτρια και θα σκέφτονταν πως είναι τεμπέλα, ανοργάνωτη, ή απαθής. Το γνωρίζω επειδή έχω ακούσει πως μιλούν για τους όχι-τόσο-αποδοτικούς φοιτητές. Υπάρχει συνήθως οργή και πικρία στις λέξεις και στον τόνο της φωνής τους — Γιατί αυτός ο φοιτητής δεν παίρνει το μάθημά μου στα σοβαρά; Γιατί δεν με κάνει να νιώσω σημαντικός, ενδιαφέρων, έξυπνος;
Όμως, το μάθημά μου είχε μία ενότητα που αναφερόταν στο στίγμα της ψυχικής υγείας. Ήταν ένα πάθος δικό μου, καθώς είμαι ένας μη-νευροτυπικός ψυχολόγος. Γνωρίζω πόσο άδικο είναι το πεδίο μου για ανθρώπους σαν και εμένα. Η τάξη και εγώ μιλήσαμε σχετικά με τα άδικα συμπεράσματα κατά των ανθρώπων με ψυχικές διαταραχές: πώς η κατάθλιψη εκλαμβάνεται ως τεμπελιά, πώς οι εναλλαγές διάθεσης παρουσιάζονται ως χειριστικές, πώς άτομα με “σοβαρές” ψυχικές διαταραχές θεωρούνται ανίκανα ή επικίνδυνα.
Η ήσυχη φοιτήτρια, που συχνά έλειπε από τα μαθήματα, παρακολούθησε αυτή την συζήτηση με μεγάλο ενδιαφέρον. Μετά το μάθημα, όσο οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι άδειαζαν το δωμάτιο, εκείνη έμεινε πίσω και ζήτησε να μιλήσει μαζί μου. Και μετά μου εκμυστηρεύτηκε ότι είχε μία ψυχική διαταραχή και προσπαθεί ενεργά να την αντιμετωπίσει. Ήταν απασχολημένη με το κομμάτι της θεραπείας και με το να αλλάζει φαρμακευτική αγωγή, με όλες τις παρενέργειες που εμπεριέχονται. Μερικές φορές, δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι ή να παραμείνει καθιστή σε μία τάξη για ώρες. Δεν τόλμησε να πει στους άλλους καθηγητές πως αυτός ήταν ο λόγος που έχανε διαλέξεις και καθυστερούσε στις εργασίες της: αυτοί θα σκέφτονταν ότι εκείνη χρησιμοποιεί την ασθένεια της ως μία δικαιολογία. Αλλά εμπιστεύτηκε εμένα για να καταλάβω.
Και κατάλαβα. Και ήμουν τόσο μα τόσο θυμωμένος, που αυτή τη φοιτήτρια την είχαν κάνει να νιώθει υπεύθυνη για τα συμπτώματα της. Ισορροπούσε ένα γεμάτο πρόγραμμα σπουδών, μια εργασία μερικής απασχόλησης και μια τρέχουσα σοβαρή θεραπεία ψυχικής υγείας. Και παρ’ αυτά ήταν απολύτως ικανή να κατανοήσει τις ανάγκες της και να τις μοιραστεί με άλλους. Αυτή ήταν ένα σκληρό καρύδι, όχι μια παλιοτεμπέλα. Της το είπα αυτό.
Παρακολούθησε πολύ περισσότερες διαλέξεις μετά από αυτό και την είδα σιγά σιγά να βγαίνει από το καβούκι της. Κατά το τρίτο και το τέταρτο έτος, ήταν από τους πιο ενεργούς και ειλικρινείς συμμετέχοντες της τάξης — αποφάσισε μέχρι και να μιλήσει ανοιχτά με τους συναδέλφους της για την ψυχική διαταραχή της. Κατά την διάρκεια των συζητήσεων στην τάξη, με «προκάλεσε» απευθύνοντας μου εξαιρετικές και διερευνητικές ερωτήσεις. Μοιράστηκε τεράστιο μέγεθος πολυμέσων και πρόσφατων παραδειγμάτων ψυχολογικών φαινομένων με εμάς. Όταν είχε μία κακή μέρα μου το έλεγε και την άφηνα να παραλείψει το μάθημα. Άλλοι καθηγητές — συμπεριλαμβανομένων αυτών στο τμήμα ψυχολογίας — παρέμειναν επικριτικοί απέναντί της, αλλά σε ένα περιβάλλον που τα εμπόδια της αναγνωρίζονταν και λαμβάνονταν υπόψη, εκείνη αρίστευσε.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, στο ίδιο πανεπιστήμιο, συνάντησα αμέτρητους άλλους φοιτητές, οι οποίοι είχαν υποτιμηθεί, επειδή τα εμπόδια στις ζωές τους δεν είχαν ληφθεί υπόψιν ως αληθινά. Ήταν ένα νέος άντρας με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή που ερχόταν πάντα καθυστερημένος στο μάθημα, επειδή κάποιες φορές οι ψυχαναγκασμοί του τον άφηναν να στέκεται σε ένα σημείο για κάποια λεπτά. Ήταν μία γυναίκα που επιβίωνε από μια βίαιη σχέση, η οποία επεξεργαζόταν το τραύμα της σε θεραπείες αμέσως πριν το μάθημά μου κάθε εβδομάδα. Ήταν ακόμη μία νεαρή γυναίκα που της είχε επιτεθεί ένας συνάδελφος — και η οποία έπρεπε να συνεχίσει να παρακολουθεί μαθήματα με αυτόν τον συνάδελφο, όσο το πανεπιστήμιο ερευνούσε την υπόθεση.
Αυτοί οι μαθητές ήρθαν όλοι σε εμένα με την θέλησή τους, και μοιράστηκαν ό,τι τους προβλημάτιζε. Επειδή άνοιξα συζήτηση για τις ψυχικές διαταραχές, το τραύμα, και το στίγμα στο μάθημά μου, εκείνοι ήξεραν ότι θα τους καταλάβω. Με κάποιες προσαρμογές - διευκολύνσεις, κατάφεραν να ανθίσουν ακαδημαϊκά. Απέκτησαν αυτοπεποίθηση, εκπόνησαν εργασίες που τους δυσκόλεψαν, βελτίωσαν τις βαθμολογίες τους και ξεκίνησαν να κάνουν σχέδια για μεταπτυχιακά και πρακτική άσκηση σε εταιρείες. Πάντα έβρισκα τον εαυτό μου να τους θαυμάζει. Όταν ήμουν φοιτητής, δεν είχα ούτε λίγη από την αυτογνωσία τους. Δεν είχα καν ξεκινήσει το αιώνιο έργο μου, του να μαθαίνω πώς να ζητάς βοήθεια.
Οι μαθητές με εμπόδια δεν αντιμετωπίζονταν πάντα με τέτοια ευγένεια από τους συνάδελφους καθηγητές ψυχολογίας. Μία συνάδελφος, συγκεκριμένα, ήταν διαβόητη για το ότι δεν έδινε την δυνατότητα επανεξέτασης σε διαφορετική ημερομηνία και για το ότι δεν άφηνε άτομα που καθυστέρησαν να εξεταστούν. Ανεξάρτητα από την περίπτωση του κάθε φοιτητή, εκείνη ήταν απτόητα σκληρή στις απαιτήσεις της. Κανένα εμπόδιο δεν ήταν αξεπέραστο στο μυαλό της, κανένας περιορισμός δεν ήταν αποδεκτός. Οι φοιτητές πάσχιζαν στο μάθημά της. Ένιωθαν ντροπή για περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, για τυχόν συμπτώματα του άγχους ή για καταθλιπτικά επεισόδια που ίσως είχαν κάποτε στη ζωή τους. Όταν ένας φοιτητής, που δεν τα πήγαινε καλά στα δικά της μαθήματα, πήγε καλά στα δικά μου, εκείνη έγινε καχύποπτη.
Ήταν ηθικά αποκρουστικό σε εμένα το πώς οποιοσδήποτε εκπαιδευτικός θα μπορούσε να είναι τόσο κακιασμένος στους ανθρώπους που υποτίθεται πως υπηρετεί. Ήταν ιδιαίτερα εξοργιστικό, ότι το άτομο που θέσπισε τον φόβο αυτό ήταν ψυχολόγος. Η αδικία και η αμάθεια των παραπάνω με κάνει να κλαίω κάθε φορά που τα συζητώ. Είναι μια συνήθης συμπεριφορά σε πολλούς εκπαιδευτικούς κύκλους, αλλά κανένας μαθητής δεν αξίζει να την αντιμετωπίσει.
Γνωρίζω, φυσικά, πως οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν διδαχθεί να αναγνωρίζουν ποια είναι τα αόρατα εμπόδια των μαθητών τους. Κάποια πανεπιστήμια περηφανεύονται για το ότι αρνούνται να παρέχουν διευκολύνσεις σε μαθητές με αναπηρία ή ψυχικές διαταραχές — μπερδεύουν τη βαναυσότητα με το πνευματικό κύρος. Και, αφού οι περισσότεροι καθηγητές είναι άτομα που πέτυχαν ακαδημαϊκά με ευκολία, αδυνατούν να κατανοήσουν την οπτική κάποιου, που αντιμετωπίζει πρόβλημα με τις εκτελεστικές λειτουργίες του, με την αισθητηριακή διαταραχή, με την κατάθλιψη, με ιστορικό αυτοτραυματισμού, με εθισμό, ή με διατροφικές διαταραχές. Μπορώ να δω τους εξωτερικούς παράγοντες που οδηγούν σε αυτά τα προβλήματα. Όπως ακριβώς γνωρίζω πως η “τεμπέλικη” συμπεριφορά δεν είναι μία συνειδητή επιλογή, γνωρίζω ότι οι επικριτικές και οι ελιτιστικές συμπεριφορές προέρχονται κυρίως από περιστασιακή άγνοια.
Και για αυτό γράφω αυτό το κομμάτι. Ελπίζω να αφυπνίσω τους συναδέλφους εκπαιδευτικούς — όλων των επιπέδων — ως προς το ότι εάν ένας φοιτητής δυσκολεύεται, πιθανότατα δεν είναι από δική του επιλογή. Εκείνοι προφανώς θέλουν να είναι καλοί. Εκείνοι προφανώς προσπαθούν. Πιο γενικά, θέλω όλοι οι άνθρωποι να έχουν μία περίεργη και συμπονετική αντιμετώπιση σε συνανθρώπους που αρχικά θέλουν να κρίνουν ως “τεμπέληδες” ή ανεύθυνους.
Εάν ένα άτομο δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, κάτι τον κάνει εξουθενωμένο. Εάν ένας φοιτητής δεν παραδίδει γραπτά, υπάρχει κάποιο μέρος της εργασίας το οποίο δεν μπορεί να κάνει χωρίς βοήθεια. Εάν ένας υπάλληλος δεν τηρεί συνεχώς τις προθεσμίες, κάτι δυσχεραίνει την δυνατότητα για τήρηση των προθεσμιών και την οργάνωσή του. Ακόμη και εάν ένα άτομο επιλέγει συνειδητά την «αυτοκαταστροφή» του, υπάρχει ένας λόγος για αυτό — κάποιος φόβος που τον διακατέχει, κάποια ανάγκη που δεν έχει καλύψει, εκφράζοντας την έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Οι άνθρωποι δεν επιλέγουν το να αποτυγχάνουν ή το να απογοητεύουν. Κανένας δε θέλει να νιώθει ανίκανος, απαθής, ή αναποτελεσματικός. Αν κοιτάξεις μία ενέργεια ενός ανθρώπου (ή την αδράνεια) και το μόνο που παρατηρείς είναι τεμπελιά, χάνεις σημαντικές λεπτομέρειες. Υπάρχει πάντα μία εξήγηση. Υπάρχουν πάντα εμπόδια. Επειδή εσύ δεν μπορείς να τα δεις, ή δεν τα θεωρείς έγκυρα, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν. Κοίτα βαθύτερα.
Μάλλον δεν μπορούσες πάντα να κοιτάξεις την ανθρώπινη συμπεριφορά κατ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν πειράζει. Τώρα μπορείς. Κάνε μία προσπάθεια.
Μετάφραση: Κυριάκος Χατζηευθυμιάδης, Φοιτητής Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων ΟΠΑ