Τα άτομα με ΔΕΠΥ έχει αποδειχθεί πως είναι ευάλωτα σε αντικοινωνικές συμπεριφορές που μπορούν να οδηγήσουν και σε μεγαλύτερες και σοβαρότερες περιπτώσεις. Πράγμα που συμβαίνει για πολλούς λόγους. Πρώτον, περίπου το 40-60% των παιδιών και των εφήβων με ΔΕΠΥ θα εκδηλώσουν συννοσηρότητα με άλλες εναντιωματικές διαταραχές που επηρεάζουν εξίσου την συμπεριφορά. Η παρορμητικότητα αναφέρεται στην αδυναμία ελέγχου μίας αντίδρασης παρά τις αρνητικές συνέπειες αυτής.
Οι διαταραχές συμπεριφοράς με μορφές αντιδραστικής, προκλητικής, επιθετικής συμπεριφοράς, συνυπάρχουν με την υπερκινητικότητα. Όπως διαπίστωσαν οι Babinski, Hartsough, & Lambert (1999), τα υψηλότερα επίπεδα παρορμητικών και υπερδραστήριων συμπτωμάτων - αλλά όχι συμπτωμάτων απροσεξίας - είναι προγνωστικά της μελλοντικής παραβατικότητας. Καθώς η υπερκινητικότητα συχνά συνδέεται με τον περιορισμένο έλεγχο των παρορμήσεων και με την αύξηση των ριψοκίνδυνων συμπεριφορών, οι νέοι με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πιο πιθανό να υιοθετήσουν μια παρορμητική συμπεριφορά. Κατά συνέπεια, όσον αφορά στους τρεις υποτύπους, όπως ορίζονται από τα κριτήρια DSM-5, ο υπερδραστήριος-παρορμητικός τύπος σχετίζεται με τον κίνδυνο παραβατικής συμπεριφοράς, ενώ υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι τα συμπτώματα απροσεξίας (Grieger & Hosser, 2012) ή τα συμπτώματα του συνδυασμένου τύπου (Fletcher & Wolfe, 2009) συνδέονται με αυτόν τον κίνδυνο. Ωστόσο, οι μεταβολές στην κατηγοριοποίηση του DSM είναι πιθανό να οδηγήσουν σε διαφορές στο ποσοστό επιπολασμού της ΔΕΠΥ και στην ερμηνεία των πορισμάτων των μελετών (Wolraich et al., 1996).
Μια επιπλέον πτυχή στη σχέση μεταξύ ΔΕΠΥ και παραβατικής συμπεριφοράς είναι ότι οι νέοι με ΔΕΠΥ είναι πιο πιθανό να συλληφθούν και να καταδικαστούν ακόμη και για μικρά αδικήματα όπως τροχαίες παραβάσεις και υπερβολική ταχύτητα. (Fletcher & Wolfe, 2009). Ένα κλειδί για την κατανόηση αυτής της σύνδεσης είναι η φύση των συμπτωμάτων. Είναι πιο πιθανό για τα άτομα με ανάγκη για ένταση, που είναι επιρρεπή σε ριψοκίνδυνες συμπεριφορές και έχουν χαμηλό αυτοέλεγχο να συλληφθούν λόγω της παρορμητικής και ευκαιριακής φύσης των αδικημάτων τους, καθώς συνήθως δεν επηρεάζονται από αποτρεπτικά μέτρα (Erez, 1980). Οι έφηβοι με ΔΕΠΥ βιώνουν συχνά συναισθηματικές μεταπτώσεις, καθώς και παροδικές εκρήξεις θυμού. Είναι πιθανότερο να εμπλακούν σε ατυχήματα όπως φιλονικίες, τραυματισμούς από σκυλιά, καθώς και εγκαύματα.
Παράλληλα, ακολουθούν τρόπο ζωής που περιλαμβάνει κάπνισμα, κατανάλωση οινοπνεύματος, επικίνδυνη σεξουαλική ζωή, αδυναμία χρονικής ακρίβειας (κυρίως λόγω χρόνιων προβλημάτων ύπνου), έλλειψη συγκρότησης και μειωμένη φροντίδα της υγείας τους. Έχουν παρατηρηθεί αυξημένα ποσοστά ψευδούς ομολογίας από άτομα με ΔΕΠΥ. Η προσαρμογή τους σε αυτά τα πλαίσια θα είναι δύσκολη καθώς το άγχος κορυφώνεται από τα υψηλά ποσοστά επιθετικών συμβάντων, σε ασφαλή όμως πλαίσια.
Σοφία Δρόσου
Ψυχολόγος (MSc)
Πρόεδρος ADHD Hellas
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Grieger, L., & Hosser, D. (2012). Attention deficit hyperactivity disorder does not predict criminal recidivism in young adult offenders: Results from a prospective study. International Journal of Law and Psychiatry, 35(1), 27–34. https://doi.org/10.1016/j.ijlp.2011.11.005 Erez, E. (1980). Planning of Crime and the Criminal Career: Official and Hidden Offenses. The Journal of Criminal Law and Criminology, 71(1), 73-76. https://doi.org/10.2307/1142801
Wolraich, M. L., Hannah, J. N., Pinnock, T. Y., Baumgaertel, A., & Brown, J. (1996). Comparison of diagnostic criteria for attention-deficit hyperactivity disorder in a county-wide sample. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 35(3), 319–324. https://doi.org/10.1097/00004583-199603000-00013
Fletcher, J., & Wolfe, B. (2009). Long-term consequences of childhood ADHD on criminal activities. Journal of Mental Health Policy and Economics, 12(3), 119-138. https://doi.org/10.2139/ssrn.1489147 Babinski, L. M., Hartsough, C. S., & Lambert, N. M. (1999). Childhood conduct problems, hyperactivity–impulsivity and inattention as predictors of adult criminal activity. Journal of Child Psychology and Psychiatry and Allied Disciplines, 40(3), 347–355. https://doi.org/10.1111/1469-7610.00452